καλοκρατώ

καλοκρατώ
καλοκρατώ και καλοκρατάω καλοκράτησα, καλοκρατήθηκα, καλοκρατημένος, κρατώ καλά, κρατιέμαι σταθερά: Καλοκρατήθηκα από το κλαδί και δεν έπεσα στη γη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλοκρατώ — (Μ καλοκρατῶ) νεοελλ. 1. κρατώ καλά, στερεά 2. φυλάω με προσοχή κάποιον, προσέχω, διατηρώ επιμελώς μσν. μτφ. καλοπιάνω κάποιον, μιλώ με τρόπο μειλίχιο …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”