- καλοκρατώ
- καλοκρατώ και καλοκρατάω καλοκράτησα, καλοκρατήθηκα, καλοκρατημένος, κρατώ καλά, κρατιέμαι σταθερά: Καλοκρατήθηκα από το κλαδί και δεν έπεσα στη γη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.